- λευκάντυξ
- λευκ-άντυξ, ῠγος, ἡ,A bright-orbed, of the moon, Doroth. ap. Heph.Astr.3.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκάντυξ — λευκάντυξ, υγος, ἡ (Α) (για τη σελήνη) αυτή που έχει γύρω της λευκό κύκλο, λαμπρή άντυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄντυξ «περιφέρεια κύκλου»] … Dictionary of Greek
λευκάντυγα — λευκάντυξ bright orbed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek